- διαλαμβάνει
- διαλαμβάνωtakepres ind mp 2nd sgδιαλαμβάνωtakepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κερσενστάινερ, Γκέοργκ — (Georg Kerschensteiner, Μόναχο 1854 – 1932). Γερμανός παιδαγωγός και θεωρητικός του σχολείου εργασίας. Εργάστηκε σε σχολεία της στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης, διετέλεσε εκπαιδευτικός σύμβουλος στο Μόναχο και τελικά διορίστηκε επίτιμος… … Dictionary of Greek
διαλαμβάνω — αναφέρομαι σε κάτι, το περιλαμβάνω σε κάποιο κείμενο: Το άρθρο διαλαμβάνει το θέμα της κόσμιας συμπεριφοράς στα σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)